Κρῆτες

Κρῆτες
Κρής
masc nom/voc pl
Κρής
masc nom pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • CRETA — I. CRETA Herodoto, l. 2. ubi de more Aegyptiorum Sacerdotum, quem in probando bove sacrificiis apto solebant usurpare, γῆ σημαντρὶς dicta est, quod eâ literas signari antiquissimis temporibus in usu fuit. Servius, ad illud l. 6. Aen. v. 321.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …   Deutsch Wikipedia

  • ακρωτήρι — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 450 κάτ.) της Σαντορίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Στην περιοχή, από ανασκαφές που άρχισαν το 1967 και συνεχίζονται ακόμη, ανακαλύφθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ιδομενέας — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς της Κρήτης και γιος του Δευκαλίωνα, γιου του Μίνωα. Σύμφωνα με τον Όμηρο, οδήγησε μαζί με τον Μηριόνη (γιο του ετεροθαλή αδελφού του, Μώλου) με στόλο 80 πλοίων τους Κρήτες εναντίον της Τροίας. Μετά τη λήξη του… …   Dictionary of Greek

  • Φολέγανδρος — Μακρόστενο νησί (32 τ. χλμ.), που ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελεί κοινότητα. Βρίσκεται ανάμεσα στη Σίφνο και στη Σίκινο, με μέγιστο μήκος 13 χλμ. και μέγιστο πλάτος 5 χλμ. Το νησί είναι άγονο, με κρυσταλλικά πετρώματα. Πρωτεύουσα του… …   Dictionary of Greek

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • Ετεόκρητες — Αρχαίος λαός του ανατολικού τμήματος της Κρήτης, με πρωτεύουσα την Πραισό. Αναφέρονται στον Όμηρο με τους Αχαιούς, τους Κύδωνες και τους Πελασγούς. Στην ονομασία τους αποδίδεται η σημασία του αυτόχθονα, του γηγενή· αυτό αναφέρει και ο Στράβων,… …   Dictionary of Greek

  • συγκρητίζω — Α συνασπίζομαι με ομοεθνείς, μολονότι έχω διαφορές μαζί τους, για την από κοινού αντιμετώπιση επικείμενου πολέμου («συγκρητίσαι λέγουσιν οἱ Κρῆτες, ὅταν ἑνωθεῑσιν αὐτοῑς γένοιτο πόλεμος ἐστασίαζον γὰρ ἀεί», Μέγα Ετυμολογικόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * …   Dictionary of Greek

  • Μεσσαπία — (Messapia). Αρχαία περιοχή στη νοτιοανατολική χερσόνησο της Ιταλίας, που αντιστοιχούσε πιθανότατα με την Απουλία και την Καλαβρία. Κατά τον Ηρόδοτο οι κάτοικοί της Μ. ήταν Κρήτες ναυαγοί. Ο Μίνωας, αναζητώντας τον Δαίδαλο, έφθασε στη Σικελία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”